- επικουρία
- η1. ενίσχυση, αρωγή, βοήθεια.2. εφεδρική δύναμη που στέλνεται για ενίσχυση τμημάτων που πολεμούν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίᾳ — ἐπικουρίαι , ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικουρία — η (AM ἐπικουρία) [επίκουρος] 1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.) 2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία 2.… … Dictionary of Greek
'πικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίαι — ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίαν — ἐπικουρίᾱν , ἐπικουρία aid fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουριῶν — ἐπικουρία aid fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίαις — ἐπικουρία aid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)